ἀσφαλείαις

ἀσφαλείαις
ἀσφάλεια
security against stumbling
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομωνυμία — η (ΑΜ ὁμωνυμία) [ομώνυμος] 1. το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο όνομα με κάποιον ή κάτι άλλο, ταυτότητα ονόματος 2. (ρητ.) η επανάληψη μιας λέξης με διαφορετική ή και με αντίθετη σημασία, αλλ. ανάκλαση νεοελλ. μαθημ. η ύπαρξη τού ίδιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”